μίλφοι

μίλφοι
μίλφοι
Grammatical information: m. pl.
Meaning: `falling off eyelashes' (Dsc., Gal.).
Derivatives: μίλφωσις f. `the falling off of eyelashes' (Gal.; cf. ἕλκωσις, ἴλλωσις, κνίδωσις a.o.), backformation μιλφός m. `who suffers from μίλφωσις' (Vett. Val.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like so many nouns in -φος etymologiclly unclear. Fur. 225, 317 compares πτὶλος, μιλ(λ)ός. No doubt Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,238

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μίλφοι — μίλφοι, οἱ (Α) οι βλεφαρίδες που πέφτουν κατά τη μίλφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • μιλφοί — μιλφός one who suffers from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλφους — μίλφοι one who suffers from masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλφωση — η (Α μίλφωσις) ασθένεια κατά την οποία πέφτουν οι βλεφαρίδες, η μαδάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλφοι + ωσις (πρβλ. ἕλκ ωσις, ἴλλ ωσις), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ] …   Dictionary of Greek

  • μιλφός — μιλφός, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από μίλφωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ (< μίλφοι, πρβλ. μίλφωσις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”